- φάντες
- και φάντης, ο, Ν1. φιγούρα τής τράπουλας που παριστάνει νεανία, βαλές2. φρ. α) «ήρθε σαν φάντης μπαστούνι» — λέγεται για την απροσδόκητη αλλά και ενοχλητική εμφάνιση ενός προσώπουβ) «τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο» — λέγεται για συσχετισμό πραγμάτων εντελώς άσχετων μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fante < ισπ. infante < λατ. infans, -antis «παιδί»].
Dictionary of Greek. 2013.