φάντες

φάντες
και φάντης, ο, Ν
1. φιγούρα τής τράπουλας που παριστάνει νεανία, βαλές
2. φρ. α) «ήρθε σαν φάντης μπαστούνι» — λέγεται για την απροσδόκητη αλλά και ενοχλητική εμφάνιση ενός προσώπου
β) «τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο» — λέγεται για συσχετισμό πραγμάτων εντελώς άσχετων μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fante < ισπ. infante < λατ. infans, -antis «παιδί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φάντες — φημί Spir. Prooem. pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… …   Dictionary of Greek

  • φάντης — (I) ὁ, Α (κατά τον Φώτ.) συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε φάντης (πρβλ. ἱερο φάντης, συκο φάντης) < θ. φαν τού φαίνω*]. (II) ο, Ν βλ. φάντες …   Dictionary of Greek

  • φάντης, ο — και φάντες πληθ. ηδες (λ. ιταλ.), φιγούρα της τράπουλας, που παρασταίνει νεαρό, ο βαλές: Φάντης κούπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”